- ἱερατεύειν
- ἱερᾱτεύειν , ἱερατεύωto be priestpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CATALOCHISMUS — Graece Καταλοχισμὸς, liber dictus est τῆς γενικῆς γραφῆς, h. e. in quo descripta erant singularum familiarum et omnium inde descendentium nomina. Apud Esdram, l. 1. c. 4. καὶ τούτων ζηθηθείσης τῆς γενικῆς γραφῆς εν τῷ καταλοχισμῷ, καὶ μὴ… … Hofmann J. Lexicon universale
PANIS Eucharisticus et nonnunquam Panis simpliciter — pro S. Cena, apud Patres et in Scripturis. Nam Lucae c. 24. v. 35. Fractionem Panis, non pauci de Eucharistia exposuerunt: e quo loco Sacramentum Panis ipsam vocat Augustin. de Consensu Euangel. l. 3. Et Cyprian. ὑποβολιμαῖος de Cena Dom. Hoc… … Hofmann J. Lexicon universale
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek
ιερατεύω — (ΑΜ ἱερατεύω, Α ιων. τ. ἱερητεύω) είμαι ιερέας («ἱερατεύειν μοι Ἀαρών», ΠΔ) μσν. είμαι επίσκοπος αρχ. παθ. ἱερατεύομαι γίνομαι ιερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός, μέσω ίσως ενός αμάρτ. *ιεράτης ή *ιερατός (πρβλ. ιερατικός)] … Dictionary of Greek
ДИАКОНИССА — [греч. διακόνισσα, также διάκονος с артиклем или иным показателем жен. рода], одно из церковных служений в древней Церкви, к рое исполняли женщины. Происхождение Впервые существительное διάκονος, в древнегреч. языке употреблявшееся как в муж.,… … Православная энциклопедия